πλακωτός

πλακωτός
η , ό[ν] 1. плоский; приплюснутый; придавленный;

πλακωτή μύτη — приплюснутый нос;

πλακωτό κέντημα — вышивка гладью;

2. (τό ) разновидность игры в нарды или тавли

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "πλακωτός" в других словарях:

  • πλακωτός — ή, ό / πλακωτός, ή, όν, ΝΜ [πλακώ] (για δάπεδα) ο στρωμένος με πλάκες, πλακόστρωτος νεοελλ. 1. αυτός που μοιάζει με πλάκα, πλακοειδής, πεπλατυσμένος («πλακωτή μύτη») 2. το ουδ. ως ουσ. το πλακωτό είδος παιχνιδιού στο τάβλι …   Dictionary of Greek

  • πλακωτός — ή, ό 1. αυτός που είναι ή κατασκευάστηκε σαν πλάκα. 2. το ουδ. ως ουσ., το πλακωτό είδος παιχνιδιού στο τάβλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πλακωτός, Ιερώνυμος — (1680 – 1728). Ζωγράφος. Καταγόταν από τη Ζάκυνθο. Σπούδασε ζωγραφική στη Βενετία. Φιλοτέχνησε πίνακες με σκηνές από τη φύση και την οικογενειακή ζωή καθώς και αγιογραφίες, πολλές από τις οποίες σώζονται στην εκκλησία της Φανερωμένης στη Ζάκυνθο …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… …   Dictionary of Greek

  • Ζάκυνθος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Πατέρας του ήταν ο Δάρδανος, γιος του Δία και της Ηλέκτρας. Ο Ζ. έφυγε από τη Φρυγία, όπου είχε καταφύγει ο πατέρας του ο οποίος παντρεύτηκε την κόρη του Τεύτρου, βασιλιά της χώρας. Από εκεί πήγε στην Αρκαδία και, αφού… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»